ΜΟΛΥΒΕΝΙΑ ΑΥΓΗ
Εκείνος ζει σ' αυτή την πόλη. Σαν ποιητής γκρεμίζει τη σιωπή μ' ένα βιολί,
κρύο πρωί στο γκρι βαγόνι γεμάτο από ψυχές που 'χουν για πάντα βουβαθεί.
Εκείνη θα τη δεις σ' ένα φανάρι. Γελάει η φτωχή και ρίχνει φως στους σκοτεινούς καιρούς.
Πιάνει βροχή δε ξέρει που τραβάει. Πριγκίπισσα του δρόμου, του βρώμικου σταθμού.
Εκείνη μια πριγκίπισσα χαμένη. Εκείνος ένας ποιητής που τρέμει.
Και σηκώσαν μαζί μια μολυβένια αυγή.
Πόσα ξεχάστηκαν σ' αυτή την πόλη. Όνειρα, σπίτια κι άνθρωποι μαζί.
Μ' αυτοί οι δυο στη θάλασσα του χθες γυρίζουν μόνοι. Ξένοι σ' αυτόν τον κόσμο, ναυαγοί.
Εκείνη μια πριγκίπισσα χαμένη. Εκείνος ένας ποιητής που τρέμει.
Και σηκώσαν μαζί μια μολυβένια αυγή.
|