ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΛΙA ΣΥΜΜΑΘHΤΡΙΑ
Χτύπησε την πόρτα ένα πρωί.
Ήταν εκεί μπροστά μου ένα χαμόγελο,σφιγμένο απ'την κορδέλα στο κουτί που 'χε γλυκά.
Έμεινα σαν το χαζό, να βλέπω την πανέμορφη μαμά!
Έμαθα τα πάντα εγώ γι'αυτή.
Σε μια στιγμή σταμάτησε τα λόγια της για να ταϊσει ένα βουβό μωρό.
Σκέφτομαι 'γω: "Άραγε να θυμάται εμάς τους δυο μέσα στο πλοίο προς το χαμό;"
Kαι τότε μια φωνή, βγαλμένη απ'τα παλιά, μου γελά και κάθεται κοντά.
Δίπλα η ζωντανή κοιτάζει το κενό και το φάντασμά της μου γνέφει:" σ'αγαπώ".
Τρόμαξα και μ'έπιασε γλυκά.
Μιλάει σιγά."Φαντάσματα ανθρώπων ζωντανών", μου λέει,"υπάρχουνε πολλά", και με φιλά.
"Νεκροί δεν είναι όσοι πεθάναν μα όσοι χάθηκαν για μας μακριά".
Και τότε η μουσική μας έφερε ψηλά.
Κι οι δυο μαζί φεγγάρια φωτεινά, γύρω από τη γη να σμίγουμε ξανά.
Το φάντασμά της κι εγώ παντοτεινά!
Έφυγε όπως ήρθε ξαφνικά.
Έμεινα εκεί με μια γνωστή να λέω αστεία και στο τέλος έφυγε κι αυτή.
Μόνος ξανά. Νεκροί δεν είναι όσοι πεθάναν μα όσοι χάθηκαν για μας μακριά.
|