ΘΗΣΕIΟ
Πέρασε την ώρα του κοιτώντας
έστεκε στην άκρη του κενού.
Έτριξαν τα βαγόνια σταματώντας
κι έφτυσαν τους επιβάτες βιαστικούς.
Έριξε ένα βλέμμα προς τα πίσω
κι έκανε ένα σάλτο προς τα μπρος.
Πέρασαν κάποιοι κι έφυγαν γελώντας
κι είπανε πως θα 'τανε τρελός.
Κι άφησε το σώμα του να πέσει
και την ψυχή του σαν πεταλούδα ν' ανέβει.
Μάζεψαν το άψυχο κορμί του
σκούπισαν το αίμα από παντού.
Δίπλα μου ένα κορίτσι όλο κλαίει
θα τον συναντούσε λέει στην άκρη του σταθμού.
Πέρασα την ώρα μου κοιτώντας
στη γέφυρα στεκόμουν πάνω απ' το κενό
Μ' έδειξαν κάποιοι κι έφυγαν γελώντας
κι όχι τους είπα, όχι δεν ήσουνα τρελός.
Που άφησες το σώμα σου να πέσει
και την ψυχή σου σαν πεταλούδα να ανέβει.
|