Της Γιωτας Συκκα
Πριν από δύο μήνες κυκλοφόρησε τον τέταρτο προσωπικό του δίσκο,
κάνοντας μια κίνηση ματ. Η «Ομορφη ζωή» ήταν στη διάθεση κάθε επισκέπτη
του Διαδικτύου να την κατεβάσει δωρεάν ή δίνοντας ένα συμβολικό ποσόν
από 2 μέχρι 10 ευρώ. «Ετσι θα πληρωθούν οι άνθρωποι που δούλεψαν
γι'αυτόν και θα μπορέσω να επανακυκλοφορήσω δίσκους», σημείωνε στην
ιστοσελίδα του ο Στάθης Δρογώσης. «Και για να μη γίνουν παρανοήσεις: «θα
πάρετε απόδειξη για το ποσό. Δεν θέλουμε μαύρα χρήματα».
Τη διάλυση της δισκογραφίας ο 33χρονος τραγουδοποιός δεν την
αντιμετώπισε ως αμήχανος θεατής. Ιδρυσε δική του εταιρεία, την Antelma
music, πήρε δάνειο και τώρα τρέχει ακόμη και για λογιστικές
λεπτομέρειες. Κατάφερε όμως να κατεβάσουν εκατοντάδες τον δίσκο του,
κάποιοι να στείλουν χρήματα, άλλοι να τους στείλουν μήνυμα πως δεν τους
περισσεύουν. Υπάρχουν όμως και πολλοί που αγόρασαν το cd. Εκείνος βλέπει
τα αποτελέσματα του ρίσκου που έλαβε, με δεκάδες εμφανίσεις εντός κι
εκτός Αθηνών-όπως αυτή στο Μύλο στη Θεσσαλονίκη, στις 17 του μηνός-και
όταν τον ρωτάμε πώς νιώθει, δηλώνει: «Πιο δημιουργικός και πιο
ελεύθερος».
Οχι πως ζοριζόταν ιδιαίτερα όλα αυτά τα χρόνια. Μερικές φορές,
όμως, η υποχώρηση γίνεται υποσυνείδητα. «Νιώθεις μια ενοχή όταν κάποιος
έχει πληρώσει τη δουλειά σου και προσπαθείς να τον ικανοποιήσεις. Οι
εταιρείες έχουν πρωτότυπες και εμπορικές προτάσεις μόνο όταν αφήνουν
ελεύθερους τους καλλιτέχνες. Ομως, τα στελέχη και οι παράγοντες
ευνούχιζαν τους δημιουργούς πιέζοντάς τους».
Ο Στάθης Δρογώσης δεν το έζησε όταν ξεκίνησε, γιατί παραγωγός του
ήταν ο Μανώλης Φάμελλος, που έπαιξε τον ρόλο του κυματοθραύστη. «Οταν
πια άρχισα να κάνω δικές μου παραγωγές είχα μάθει πώς να αντιστέκομαι».
Ολα άλλαξαν όταν εξ αιτίας της κρίσης η εταιρεία στην οποία έκανε τους
δίσκους του θέλησε να αλλάξει το συμβόλαιό του. Εφυγε, αναζητώντας
άλλες. Γρήγορα, ωστόσο, διαπίστωσε πως οι μεγάλες εταιρείες «με
απέρριπταν λέγοντάς μου ότι δεν είναι εμπορικός ο δίσκος μου, ενώ οι
μικρές λέγοντάς μου ότι είναι πολύ εμπορικός». Το αδιέξοδο στο οποίο
βρέθηκε λύθηκε, ιδρύοντας τη δική του. Aλλά δεν έχει αυταπάτες...
Η οικονομική ύφεση επιδεινώνει τα πράγματα και στον χώρο, του ο
Στάθης Δρογώσης, όμως, δηλώνει: «Ευτυχισμένος που κάνω αυτή τη δουλειά».
Διάθεση πρωταθλητισμού στον χώρο του, λέει, πως δεν είχε ποτέ, ενώ
γνωρίζει ότι η δουλειά του να κινείται από το ροκ στην ποπ, προκάλεσε
πολλές φορές σύγχυση σε όσους θέλουν να ορίζουν τα είδη και τις αξίες με
ετικέτες. «Οι μισοί με κατέτασσαν στους έντεχνους, οι άλλοι στους ροκ.
Είμαι επαμφοτερίζων, όπως λέμε στη χημεία. Οι παράγοντες της
δισκογραφίας θέλουν πιο καθαρές λύσεις. Να ξέρουν με ποιον έχουν να
κάνουν. Οταν ξεκίνησα ήμουν 22 χρόνων, δεν μπορούσα να τα εξηγήσω όλα
αυτά. Στα 33 έμαθα. Το να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και να αλλάζεις
εκφραστικά μέσα, είναι ένα
ωραίο δημιουργικό ταξίδι».
Το νέο του cd έχει δύο τραγούδια που ξεχώρισαν για πολλούς. Τα
«Εξάρχεια» και ο προσωρινός αποχαιρετισμός της αγαπημένης του γειτονιάς
για ένα οικονομικότερο σπίτι, με την υπόσχεση ότι «θα γυρίσω ξανά / θα
ʼναι χρόνια μετά, θα ʼχουμε αγκαλιά δυο παιδιά / θα τους δείχνω ξανά τα
δικά μου Εξάρχεια», είναι το ένα απʼ αυτά. Το άλλο είναι μια φανερή
αγανάκτηση για τη γενιά του ʼ60. «Πώς μισώ να τους βλέπω να κλαίγονται /
η θλιμμένη γενιά των ʼ60, οι εκδρομές τελείωσαν άδοξα / Και ρήμαξαν τη
μικρή μου πατρίδα».
Θυμός για τους εκδρομείς του Σαββόπουλου, τον ρωτάω; «Hθελα να
γράψω ένα τραγούδι με αυθάδεια για τους εκδρομείς του ʼ60. Τον είχα δει
στους Ολυμπιακούς και είχα τσαντιστεί. Ως καλλιτέχνης είναι ο
μεγαλύτερος εν ζωή αυτήν τη στιγμή, τεράστιος όπως και ο Θεοδωράκης.
Αλλά αυτή η αγιοποίηση της γενιάς του με ενόχλησε. Μια γενιά που τα
έκανε χάλια. Που τώρα κλέβει από το μέλλον των επόμενων γενιών. Πριν από
επτά χρόνια, η ελληνική άρχουσα τάξη και το ελληνικό λαϊφστάιλ
περηφανεύονταν για μια υπερδύναμη της Ελλάδας στα Βαλκάνια, ενώ μας
έλεγαν-με δανεικά πάντα-ότι η ανάπτυξη είναι 5%. Υποθήκευαν το μέλλον
μας με μια άνευ όρων παράδοση της χώρας σε μεγαλοεργολάβους και
καναλάρχες. Η γενιά του ʼ60 τα έκανε όλα αυτά, όχι εμείς. Και τώρα
αυτοί, οι νεόπλουτοι του χθες, είναι ακροδεξιοί και ρατσιστές του
σήμερα. Μας κουνάνε το δάχτυλο στην τηλεόραση και το ρίχνουν για
αποκούμπι και στη θρησκεία».
Θυμώνει για τα νέα παιδιά που φεύγουν και παραδέχεται πως και ο
ίδιος μπήκε στον πειρασμό να ζήσει στο Βερολίνο: «Πατριωτικό είναι να
καθίσουμε εδώ. Ακόμη και με τη δραχμή. Για να μη γίνει ο τόπος μας
κέντρο προορισμού συνταξιούχων Aγγλων και Γερμανών».
Το τραγούδι σήμερα τρέχει πίσω από τα κινητά
Κατά τη γνώμη του Στάθη Δρογώση, το ελληνικό τραγούδι έχει
προβλήματα από τη στιγμή που άρχισε τη διαπλοκή με το λάιφ στάιλ. «Εδώ
και δέκα χρόνια, από την αρχή στην ουσία της κρίσης, τα ικανά στελέχη
άρχισαν να φεύγουν σε άλλες πιο κερδοφόρες δουλειές. Εμειναν έτσι
άνθρωποι κακοπληρωμένοι, χωρίς μόρφωση. Υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά όχι
πολλές. Υστερα μπήκε στο παιχνίδι και η τηλεόραση, με τα ριάλιτι και τα
παιχνίδια και στόχο πάντα το κέρδος, σπρώχνοντας συγκεκριμένα πράγματα.
Γιατί να αγοράσει κάποιος κάτι αφού τα τραγούδια έμοιαζαν με τη μόδα.
Διαρκούσαν λίγο. Και από πίσω ακολουθούσαν οι διαφημιστές. Ετσι φτάσαμε
το τραγούδι να τρέχει πίσω από τα κινητά και τις τηλεφωνίες. Οι
ελληνικές εταιρείες δεν περίμεναν να τους κάνει τέτοια ζημιά το
Ιντερνετ. Δεν οργανώθηκαν. Αλλωστε τα στελέχη τους στην ουσία δεν
αγαπούσαν τη μουσική αλλά τη λογιστική».
Η πειρατεία σκότωσε, όπως λέει, τη δισκογραφία, όχι όμως τη
μουσική. «Οι μικρές εταιρείες κάνουν πράγματα με ενδιαφέρον. Μέλλον θα
υπάρχει. Η μουσική δεν θα πάψει να υπάρχει. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να
ερωτεύονται και να θέλουν το σάουντρακ της ζωής τους».
Οσο για εκείνους που επιλέγουν να τρέξουν στα ριάλιτι από το να
κουραστούν λίγο παραπάνω, ο Στάθης Δρογώσης επιμένει: «Σʼαυτά δεν πάνε
οι δημιουργοί όσο οι τραγουδιστές. Οι ερμηνευτές έχουν τεράστιο ζήτημα
ρεπερτορίου. Δεν θα πήγαινα ποτέ γιατί είμαι δημιουργός. Ομως είναι κι
αυτό το ελληνικό πάθος. Ολοι θέλουν να γίνουν τραγουδιστές, ηθοποιοί,
δημοσιογράφοι. Εχει σημασία όμως και ποιοι κρίνουν. Μια υπεύθυνη
δημοσίων σχέσεων, κι ένας τύπος που έκανε λοβοτομή με τα περιοδικά και
τα ραδιόφωνά του σε ολόκληρες γενιές, επιβάλλοντας το βλαχο-λάιφ στάιλ».
Ο ίδιος από παιδί ήθελε να γίνει μουσικός ή μαθηματικός. «Η μητέρα
μου από τη Νάξο με πήγαινε σε πανηγύρια όπου έμαθα τα νησιώτικα και από
τον μπαμπά μου έμαθα τους Ρόλινγκ Στόουνς. Θυμάμαι να κάθομαι στα πόδια
του μπαμπά μου και να ακούμε Μπιτλς. Υστερα ξεκίνησε για χρόνια η
κλασική παιδεία στο ωδείο. Στο Μαθηματικό πέρασα, αλλά δεν το τελείωσα
και γιʼ αυτό τώρα σπουδάζω φυσικός στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο».
Η εικόνα του μπερδεύεται συχνά. «Δεν ήμουν από τους καλλιτέχνες
που είχαν λεφτά για να κάνω τα αβάν γκαρντ πειράματα και να είμαι
κάθετος. Επρεπε να βιοποριστώ και συχνά να παίζω και σε χώρους που δεν
ταίριαζαν με το όραμά μου. Ομως ήμουν πάντα ειλικρινής. Μπέρδεψα τον
κόσμο αλλά νιώθω έντιμος. Τώρα μπορεί να με απορρίπτουν κάποιοι γιατί
δεν γράφω αγγλικά. Η τάση με το αγγλόφωνο τραγούδι έχει καλά δείγματα
(ανάμεσά τους ο Λόλεκ και η Μόνικα) αλλά και σκουπίδια».
Τα ζητήματα που έχουν οι καλλιτέχνες σαν αυτόν είναι όπως λέει
άλλα: «Το μόνο πρόβλημα που έχουν οι καλλιτέχνες του δικού μου
βεληνεκούς, δηλαδή του μικρομεσαίου ύφους, είναι από τη μια τα παιδιά
που ακούνε λάιφ στάιλ μουσική και από την άλλη το κοινό των
αγγλόφωνων-εναλλακτικών που είναι σκληρό, με σταλινικά χαρακτηριστικά.
Πρέπει να περάσουμε από συμπληγάδες για να πείσουμε».
Ποτέ δεν ξεχνάει σε ποιους χρωστάει. Στον Φάμελλο που με
εμπιστεύθηκε και στην οικογένειά μου. Στον Πορτοκάλογλου και σε
ανθρώπους που δεν γνώρισα αλλά μου έριξαν μια σφαλιάρα με το έργο τους
και με έκαναν να γράψω, όπως οι: Αγγελάκας, Παυλίδης, Θανάσης
Παπακωνσταντίνου, Σαββόπουλος...Με παρακίνησαν κι ας μην τους γνωρίζω
προσωπικά. Γιατί εγώ ήμουν ένα παιδί της κλασικής. Ηταν σοκ από τον Μπαχ
και τον Μάλερ να στραφώ στα τραγουδάκια. Γιατί τραγουδάκια γράφω, το
ξέρω».